- ορσύνω
- και πορσυνῶ, -έω, και πορσαίνω, Α [πόρσω]1. ετοιμάζω, προετοιμάζω, παρασκευάζω (α. «δαῑτα πορσύνοντες», Σοφ.β. καὶ παισὶ πόρσυν' οἷα χρὴ καθ' ἡμέραν», Ευρ.)γ) «οὓς μὲν ἂν ὁρῶσιν πορσύνοντας τὰ ἐπιτήδεια», Ξεν.)2. προσφέρω, αφιερώνω («τρίτον [κρατῆρα] σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῷ», Πίνδ.)3. (για κακό) μηχανεύομαι («πῶς γὰρ τις ἐχθροῑς ἐχθρὰ πορσύνων», Αισχύλ.)4. εκτελώ, ενεργώ («ἐγὼ δὲ τἆλλα πάντα πορσύνω», Σοφ.)5. καθορίζω, προδιαγράφω («μοίρα ἑτέραν ἐπόρσυν' ὁδόν», Βακχυλ.)6. διευθετώ, τακτοποιώ («κατὰ δώματα πορσαίνουσι», Ομ. Οδ.)7. περιποιούμαι, ανατρέφω («ἀμφιπόλους ἐκέλευσεν ἥρωϊ πορσαίνειν δόμεν Εἰλατίδα βρέφος», Πίνδ.)8. φροντίζω, επιμελούμαι («κοὔ με πονεῑ τεὸν οἶκον ταῡτα πορσύνοντ' ἄγαν», Πίνδ.)9. προνοώ, παίρνω προφύλαξη ώστε να («ἄγοντες δ' αὐτὸν εἰς δόμους ἐμούς, οὕτως ὄπως, ἂν μὴ 'γκαλῇ πορσύνετε», Ευρ.)10. φρ. «λέχος πορσύνω»(για γυναίκα) τού στρώνω το κρεβάτι, κοιμάμαι μαζί του.
Dictionary of Greek. 2013.